Μαρία Μέλιου, Παθολόγος Λοιμωξιολόγος,Μάιος 2022
Η ουρηθρίτιδα είναι η φλεγμονή της ουρήθρας και είναι μια συνήθης εκδήλωση σεξουαλικά μεταδιδόμενου νοσήματος σε άνδρες. Η αιτιολογία της είναι κυρίως κάποιο από τα συνήθη σεξουαλικά μεταδιδόμενα μικρόβια με συνηθέστερα τη Neisseria gonorrhoeae, τα Chlamydia trahomatis και το Mycoplasma genitalium. Σπανιότερα αίτια είναι ιογενή (HSV, adenovirus).
Εκδηλώνεται κυρίως με δυσουρία, πόνο δηλαδή κατά την ούρηση. Κνησμός και αίσθημα καύσου στην ουρήθρα αναφέρονται επίσης συχνά. Η ύπαρξη εκκρίματος από το στόμιο της ουρήθρας μου μπορεί να κυμαίνεται από υδαρές εώς και πυώδες αναφέρεται επίσης συχνά. Συχνότερα αναφέρεται ανεύρεση του εκκρίματος το πρωί. Μεγάλο ποσοστό όμως τον ασθενών μπορεί να είναι ακόμα και ασυμπτωματικό. Σπανιότερα μπορεί να εμφανιστεί αρθρίτιδα (κυρίως με τα χλαμύδια).
Η διάγνωση τίθεται με βάση τα συμπτώματα που αναφέρει ο ασθενής μαζί με τη διαπίστωση ουρηθρικού εκκρίματος κατά την εξέταση και τη λήψη δείγματος από την ουρήθρα όου διαπιστώνονται αυξημένα λευκά και πιθανόν και βακτήρια κατά τη μικροσκόπηση και gram χρώση(γονόκοκκος). Η ανεύρεση αυξημένων πυοσφαιρίων σε δείγμα πρωινής ούρησης σε ασθενή με τυπική συμπτωματολογία είναι επίσης υποδηλωτικό. Για την ταυτοποίηση του αιτίου εκτός από τη μικροσκόπηση και τη Gram χρώση που αναφέρθηκε πριν, μπορεί να γίνει και έλεγχος με NAAT ή και μοριακό πάνελ για πολλαπλά παθογόνα που είναι πλέον διαθέσιμα σχετικά εύκολα. Η καλλιέργεια έχει χαμηλή ευαισθησία όμως μπορεί να διενεργηθεί.
Σε κάθε άνδρα με εικόνα ουρηθρίτιδας θα πρέπει να αξιολογείται πιθανή επέκταση της λοίμωξης με συνυπάρχουσα επιδυδιμίτιδα ή και προστατίτιδα. Πυρετός, πόνος στους όρχεις, οίδημα ή δυσχέρεια στην έξοδο των ούρων υποδηλώνουν εμπλοκή και άλλων τμημάτων. Αναλόγως των σεξουαλικών πρακτικών μπορεί να υπάρχει φαρυγγίτιδα ή πρωκτίτιδα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι σε οποιοδήποτε άτομο προσέρχεται για εξέταση για κάποιο σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα θα πρέπει να προτείνεται έλεγχος για σύφιλη και HIV.
Η αντιμετώπιση είναι συχνά εμπειρική και καλύπτει τα συνηθέστερα παθογόνα. Συνήθως χορηγείται κεφτριαξόνη προς κάλυψη του ενδεχόμενου γονοκοκκικής λοίμωξης και δοξυκυκλίνη ή αζιθρομυκίνη για τα μη γονοκοκκικά αίτια. Φυσικά σε περίπτωση εμπλοκής άλλων τμημάτων του ουροποιητικού η αγωγή και η διάρκεια της μπορεί να απαιτεί τροποποίηση. Στις περιπτώσεις υποτροπών θα πρέπει να διενεργείται εργαστηριακός έλεγχος.. Σημαντικό είναι να λάβει αγωγή ταυτόχρονα και ο/η/οι σεξουαλικοί σύντροφοι (των τελευταίων 60ημερών) καθώς η επαναμόλυνση είναι σχεδόν βέβαιη. Σε διαπιστωμένη ουρηθρίτιδα από γονόκοκκο,χλαμύδια και τριχομονάδα πρέπει να γίνεται επανέλεγχος σε τρεις μήνες. Ο άμεσος επανέλεγχος σε δύο εβδομάδες μετά την αγωγή δεν θεωρείται απαραίτητος μπορεί όμως να διενεργηθεί.